τριχόβρως

τριχόβρως
-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α
αυτός που τρώει τις τρίχες
νεοελλ.
ιατρ. μεταδοτική πάθηση τού τριχωτού τής κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα
αρχ.
(κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτες
οι σκόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριχόβρως — eating hair masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχόβρωτες — τριχόβρως eating hair masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

  • τριχοτρώκτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σκόρος, τριχόβρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. τεκνο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”