- τριχόβρως
- -ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Ααυτός που τρώει τις τρίχεςνεοελλ.ιατρ. μεταδοτική πάθηση τού τριχωτού τής κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητααρχ.(κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτεςοι σκόροι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].
Dictionary of Greek. 2013.